- πολυήθης
- -ύηθες, Μ1. αυτός που αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ιδέες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ηθής (< ἦθος, τὸ «συνήθεια, χαρακτήρας»), πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek